


Η Τελειομανία και οι Παγίδες της: Όταν το “Πρέπει” Επισκιάζει τη Ζωή.
Η τελειομανία συχνά παρουσιάζεται ως αρετή: ένα στοιχείο που μας κινητοποιεί να δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Πίσω όμως από αυτή τη φαινομενική δύναμη, κρύβεται συχνά μια βαθύτερη ευαλωτότητα, η ανάγκη να είμαστε «αρκετά καλοί» για να αξίζουμε αποδοχή και ασφάλεια. Αν και κοινωνικά συνδέεται με την επιτυχία, η έρευνα δείχνει ότι η τελειομανία συνδέεται με αυξημένα επίπεδα άγχους, ενοχής και κατάθλιψης (Hewitt & Flett, 1991). Η κλινική εμπειρία επιβεβαιώνει ότι, πίσω από την ανάγκη για τελειότητα, υποβόσκει συχνά ένας φόβος απόρριψης και ανεπάρκειας.
Τι είναι η τελειομανία;
Η τελειομανία δεν είναι απλώς η επιθυμία για ποιότητα ή εξέλιξη, είναι μια διάχυτη ψυχική στάση, όπου το άτομο θέτει εξαιρετικά υψηλά πρότυπα για τον εαυτό του και αξιολογεί την αξία του αποκλειστικά μέσα από την επίδοση και την επιτυχία. Η τελειομανία δεν είναι απλώς η επιθυμία για βελτίωση ή η αγάπη για την τάξη. Είναι η εσωτερική πίεση να μην κάνουμε ποτέ λάθος, η πεποίθηση ότι η αξία μας εξαρτάται από την επίδοσή μας. Ο τελειομανής δεν στοχεύει απλώς στο καλό αποτέλεσμα, στοχεύει στο άψογο. Κι αν δεν το πετύχει, νιώθει αποτυχία. Στην πραγματικότητα, η τελειομανία δεν είναι αρετή, αλλά μηχανισμός άμυνας. Κρύβει πίσω της φόβο απόρριψης, ανάγκη για αποδοχή και δυσκολία να αντέξουμε το ατελές, τόσο μέσα μας όσο και γύρω μας.
Οι Hewitt & Flett (1991) περιγράφουν τρεις κύριες μορφές τελειομανίας:
Και στις τρεις περιπτώσεις, η αξία του ατόμου εξαρτάται από την επίδοση, μια συνθήκη που τροφοδοτεί το άγχος, την αυτοκριτική και την αποξένωση από τις πραγματικές του ανάγκες.
Τα “πρέπει” της τελειότητας
Οι άνθρωποι με τελειομανικές τάσεις βιώνουν έναν εσωτερικό διάλογο γεμάτο “πρέπει”:
«Πρέπει να τα καταφέρω.» «Πρέπει να μην κάνω λάθη.» «Πρέπει να είμαι πάντα ψύχραιμος, δυνατός, επαρκής.»
Αυτά τα “πρέπει” συχνά λειτουργούν ως μηχανισμοί άμυνας απέναντι στην πιθανότητα αποτυχίας ή κριτικής. Στην ψυχοθεραπευτική πράξη, πίσω από αυτά τα άκαμπτα πρότυπα εντοπίζεται συνήθως ένας πρώιμος τρόπος προσαρμογής, όπου το παιδί έμαθε ότι η αποδοχή συνδέεται με την επίδοση και όχι με την ίδια του την ύπαρξη. Έτσι, ο ενήλικας συνεχίζει να ζει προσπαθώντας να “κερδίσει” την αξία του ξανά και ξανά.
Οι ψυχολογικές συνέπειες
Αν και η τελειομανία μπορεί να συνοδεύεται από προσωρινά επιτεύγματα, μακροπρόθεσμα οδηγεί σε ψυχική εξάντληση και χαμηλή συναισθηματική ευελιξία. Η ανάγκη για έλεγχο και η δυσανεξία στην ατέλεια συχνά προκαλούν:
Αυτά τα “πρέπει” λειτουργούν σαν εσωτερικός δικαστής, που δεν αφήνει περιθώριο για λάθος, αδυναμία ή ανάπαυση. Η τελειομανία, έτσι, μετατρέπεται από κίνητρο ανάπτυξης σε παγίδα αυτοαμφισβήτησης.
Η απελευθέρωση από την τελειομανία δεν σημαίνει παραίτηση από την προσπάθεια ή τις φιλοδοξίες. Σημαίνει να μάθουμε να είμαστε άνθρωποι, με όλη την ατέλεια, την ευαλωτότητα και την ομορφιά που αυτό συνεπάγεται.
Σημαίνει:
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο σύμμαχο σ’ αυτή τη διαδικασία. Μέσα από τη θεραπευτική σχέση, το άτομο μαθαίνει να αποδομεί τις αυστηρές του πεποιθήσεις, να αναγνωρίζει τις ρίζες αυτής της ανάγκης, να κατανοεί την αξία του πέρα από την επίδοση, να χτίζει μια πιο ήρεμη, αυθεντική σχέση με τον εαυτό του και να αναπτύσσει αυτοσυμπόνια και ανοχή στην ατέλεια.
Θεραπευτικά πλαίσια όπως η Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) βοηθούν στην αναδόμηση των δυσλειτουργικών γνωσιών (“πρέπει να είμαι τέλειος για να αξίζω”) και στην ενίσχυση μιας πιο ρεαλιστικής και ευγενικής στάσης απέναντι στον εαυτό.
Στόχος δεν είναι η παραίτηση από τη φιλοδοξία, αλλά η μετατόπιση από την επιδίωξη της τελειότητας προς την αποδοχή της επάρκειας, προς μια ζωή με αυθεντικότητα, ευελιξία και ψυχική ηρεμία.
Η τελειότητα είναι ένα ιδανικό χωρίς τέλος. Η αποδοχή, όμως, είναι δρόμος με προορισμό. Όταν το άτομο αρχίζει να βλέπει τον εαυτό του όχι μέσα από το φίλτρο της απόδοσης, αλλά μέσα από την ανθρώπινη πληρότητα του “είμαι αρκετός όπως είμαι”, τότε δημιουργείται ο χώρος για ουσιαστική αλλαγή, συναισθηματική ελευθερία και αληθινή επαφή με τη ζωή.
📘 Βιβλιογραφία: